Πλαταιίδα

Πλαταιίδα
Πλαταιικός
at Plataeae
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”